- επικράζω
- ἐπικράζω (Α) [κράζω]φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικράζοντες — ἐπικράζω shout to pres part act masc nom/voc pl ἐπικράζω shout to pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκραζον — ἐπικράζω shout to imperf ind act 3rd pl ἐπικράζω shout to imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκραξας — ἐπικράζω shout to aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσαι — ἐπικρά̱σᾱͅ , ἐπικράζω shout to fut part act fem dat sg (doric) ἐπικράζω shout to aor inf act ἐπικράσαῑ , ἐπικράζω shout to aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσει — ἐπίκρασις mixing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικράσεϊ , ἐπίκρασις mixing fem dat sg (epic) ἐπίκρασις mixing fem dat sg (attic ionic) ἐπικράζω shout to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικράζω shout to fut ind mid 2nd sg ἐπικράζω shout to fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράξασα — ἐπικράξᾱσα , ἐπικράζω shout to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπικράξᾱσα , ἐπικράζω shout to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσεις — ἐπίκρασις mixing fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίκρασις mixing fem nom/acc pl (attic) ἐπικράζω shout to aor subj act 2nd sg (epic) ἐπικράζω shout to fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
ἐπικεκραγότες — ἐπικεκρᾱγότες , ἐπικράζω shout to perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκραγότων — ἐπικεκρᾱγότων , ἐπικράζω shout to perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)